Δραματοποίηση της Οδύσσειας από τους μαθητές του Νηπιαγωγείου Λακώνων

Βασιλιάς Φαιάκων:      Πουλημάς Σπύρος

Ναυσικά:                         Μαρίζα Ζηνιάτη

Παρακόρη:                     Σωτηρία Μιχαλά

Ποσειδώνας:                 Σπύρος Μακρής

Αθηνά:                             Ρία Μιχαλά

Κύκλωπας:                    Σπυριδούλα Μακρή

Οδυσσέας:                     Γιώργος Μαλλεν

Σύντροφοι:                    Αγγελική Μιχαλά, Ιάσονας Στραβοράβδης, Μίλτος Λούλης

Σειρήνες:                        Εφραιμία Λουκανάρη, Αναστασία Λουκανάρη

 

Αφηγητής:

Ο πόλεμος στην Τροία τελείωσε. Οι έλληνες ξεκίνησαν με τα πλοία τους ο καθένας για την πατρίδα τους. Ξεκίνησε λοιπόν και ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του για την Ιθάκη, το νησί του. Στο δρόμο όμως του γυρισμού, τον περιμένουν πολλές περιπέτειες…

Οδυσσέας:

Ο Οδυσσέας είμαι εγώ

ο κοσμογυρισμένος πάντα γενναίος,

τολμηρός ήρωας ξακουσμένος

την ιστορία μου θα πω δάκρυα και γέλια!

Αφηγητής:

Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του ταλαιπωρήθηκαν σκληρά στη φουρτουνιασμένη θάλασσα και έχασαν τον προσανατολισμό τους. Εννιά μέρες και εννιά νύχτες πάλευαν με τα κύματα. Πελώρια κύματα απειλούσαν να καταπιούν το καράβι τους, ώσπου τελικά σταμάτησε η φουρτούνα, ηρέμισε η θάλασσα και καθάρισε ο ουρανός.

Σύντροφος α': Βλέπω στεριά
Όλοι μαζί: Πού, πού είναι;

 

Σύντροφος α': Να: Εκεί…

 

Όλοι μαζί: Ζήτω…Ζήτω

 

Σύντροφος β': Θα φάμε… έχω μια πείνα!

 

Σύντροφος γ': Να κατέβουμε και να πάρουμε τρόφιμα για το ταξίδι.

 

Αφηγητής: Βγαίνουν από το πλοίο και προχωρούν γύρω γύρω κοιτάζοντας περίεργα την καινούρια χώρα.

 

Σύντροφος α' Μόνο πρόβατα βλέπω … ούτε ένα σπίτι δεν υπάρχει. Είναι κανείς εδώ;

 

Σύντροφος β': Τι είναι αυτό; Bουητό ανέμου; βροντή;

 

Αφηγητής:

Εκείνη την ώρα εμφανίζεται μπροστά τους ένας άνδρας,  πελώριος σα βουνό που πρόσεχε το κοπάδι του. Είχε όψη άγρια, σαν θηρίου, και ένα μόνο μάτι στο κούτελο. Τέτοια ήταν η τρομάρα των συντρόφων που χώθηκαν βαθιά μες τη σπηλιά για να κρυφτούν.

 

Πολύφημος: Ο Πολύφημος είμαι εγώ

κύκλωπας αληθινός

δε δουλεύω και δε σπέρνω

μονάχα πρόβατα αρμέγω

ο Πολύφημος, ο Κύκλωπας εγώ!

 

  Και αν κάποιος ναυτικός,

πειρατής, θαλασσινός

ναυαγήσει στη στεριά

τονε κάνω μια μπουκιά ο Πολύφημος,

ο Κύκλωπας εγώ!

 

Ποιοι είστε, εσείς;

Οδυσσέας:

Ερχόμαστε από την Τροία. Οι άνεμοι μας έριξαν στο νησί σου. Ήρθαμε να σε παρακαλέσουμε να μας δώσεις λίγα τρόφιμα για το ταξίδι μας. Να! Έχουμε και αυτό το δώρο για σένα!

 

Πολύφημος: Τι είναι αυτό;

 

Όλοι μαζί; Κρασί, κρασί

Πολύφημος

Ωραίο, πολύ ωραίο, σαν το νέκταρ, το ποτό των θεών. Πες μου το όνομά σου και εγώ θα σου κάνω ένα δώρο.

 

Οδυσσέας: Με λένε «Κανένα»

 

Πολύφημος: Εσένα «Κανένα», θα σε φάω τελευταίο, αφού φάω όλους τους υπόλοιπους!

 

Αφηγητής:

Εκείνη την ώρα ζαλισμένος από το κρασί, αρπάζει δύο συντρόφους και τους τρώει. Μετά ξαπλώνει και στο λεπτό αποκοιμιέται. Κλαίγανε και προσευχόντουσαν οι άμοιροι οι σύντροφοι, περιμένοντας από τον Οδυσσέα να βρει μια λύση. Και η λύση δεν άργησε. Βλέπει ένα χοντρό ματσούκι, μακρύ σα κατάρτι και το βάζει στη θράκα να πυρώσει. Μετά το σηκώνουν όλοι μαζί και το χώνουν στη μάτι του κύκλωπα. Ουρλιάζει μουγκρίζει, σα θεριό και τυφλός όπως είναι αρπάζει ό,τι βρει μπροστά του.

 

Πολύφημος: Αχ ! Συμφορά μου! Το μάτι μου, το μάτι μου! Με τύφλωσε ο Κανένας!
Οδυσσέας: Ελάτε, πάμε στο καράβι, πιαστείτε κάτω από την κοιλιά των κριαριών να μην μας πιάσει ο Πολύφημος!
Σύντροφος γ΄ : Να ένα μεγάλο κριάρι. Έλα εδώ. Ουπς!
Πολύφημος : Τώρα σ’ έπιασα!.

 

Σύντροφος γ΄ μπε μπε .(Παριστάνοντας το πρόβατο)

 

Πολύφημος: ώχ έπιασα το κριάρι μου! Κανένα που είσαι?
Οδυσσέας: Κύκλωπα…αν σε ρωτήσουν ποιος σε τύφλωσε, πες τους πως ο Κανένας ήταν ο Οδυσσέας από την Ιθάκη.
Πολύφημος: Πατέρα Ποσειδώνα, βοήθησέ με.
Ποσειδώνας: Ποιος με φωνάζει και ταράζει την θαλάσσια γαλήνη μου;
Πολύφημος: Εγώ είμαι ο γιος σου. Ο Οδυσσέας με τύφλωσε. Τώρα είναι στο καράβι του. Κάνε να μην φτάσει ποτέ στο σπίτι του αυτός και οι σύντροφοι του.
Ποσειδώνας: Εγώ είμαι ο Ποσειδώνας,

ο γιος του Κρόνου και της Ρέας,

που γαληνεύω τα θαλάσσια νερά,

όταν με πιάνει χαρά.

Μα, όποιος μου φέρνει συμφορά

στης θάλασσας πέφτει τα βαθιά

και με θεόρατα κύματα πολεμά.

Αφηγητής:

Μετά το νησί των Κυκλώπων, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του αντιμετώπισαν πολλές περιπέτειες στη θάλασσα, ώσπου έφτασαν σε ένα νησί που κατοικούσαν πουλιά με κορώνα στο γυναικείο τους κεφάλι. Ήταν οι Σειρήνες. Το τραγούδι τους ήταν μαγευτικό και ξεμυάλιζε όποιον το άκουγε. Οι σύντροφοί έδεσαν τον Οδυσσέα στο κατάρτι και οι ίδιοι βούλωσαν καλά τα αυτιά τους με κερί για να μη το ακούνε και ξεμυαλιστούν.

Σειρήνα: Η Σειρήνα είμαι εγώ

Φόβος και τρόμος για τον κάθε ναυτικό!

Με το τραγούδι μου το μεθυστικό

ξεμυαλίζω όποιον περνά από εδώ.

Τιμωρία σκληρή

περιμένει όποιον φανεί.

Με νύχια δυνατά τον αρπάζω

Και καθόλου δεν διστάζω

να του δείξω πως κακώς

δεν με υπολόγισε αυτός!

Σειρήνα: Γυναίκα και πουλί μαζί

μέσα στη θάλασσα τη γαλανή

κανένας να ξεφύγει δεν μπορεί

από την γλυκιά μου την φωνή!

Αφηγητής: Και έτσι, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοι του μπόρεσαν να ξεφύγουν από τις Σειρήνες και από πολλές άλλες περιπέτειες. Ο θεός Ποσειδώνας όμως δεν είχε τελειώσει μαζί τους!
Ποσειδώνας: Α…όσο έλειπα οι θεοί δώσανε χάρη στον Οδυσσέα.

Αλλά δε τελειώσαμε εμείς οι δύο.

Να με την Τρίαινά μου,

θα ταράξω το πέλαγος.

Παγωμένο βοριά θα στείλω

και πελώρια κύματα να βουλιάξουν το καράβι του.

 

Οδυσσέας: Πάει δεν έχω γλιτωμό, ούτε εγώ ούτε οι σύντροφοί μου.
Αφηγητής:

Το ένα κύμα μετά το άλλο κουκουλώνουν και διαλύουν το καράβι. Οι σύντροφοι καταλήγουν στο βυθό, ενώ ο Οδυσσέας κολυμπώντας, φτάνει σε κάτι βράχια. Αποκαμωμένος από την μάχη με τα κύματα, βυθίστηκε στον ύπνο δίπλα σε ένα ποτάμι. Ενώ ο Οδυσσέας κοιμάται, η θεά Αθηνά έφτασε στη χώρα των Φαιάκων από τον Όλυμπο. Μπήκε στο παλάτι του βασιλιά και φανερώθηκε στο όνειρο της κόρης του, της Ναυσικάς.

Αθηνά: Η Αθηνά Παλλάδα είμαι εγώ,

τους έξυπνους και τους σοφούς αγαπώ

τον Οδυσσέα προστατεύω

για αυτό ήρωα πολυμήχανο και  δυνατό.

Τρέχω λοιπόν στη Ναυσικά,

το πρωί τα ρούχα της να μαζέψει βιαστικά

και στου ποταμού να πάει τα νερά.

Η ώρα του γάμου της φτάνει γοργά.

 

Ναυσικά: Τι όνειρο ήταν αυτό που είδα;

Πάω αμέσως στον πατέρα μου να του το πω.

Πατέρα μου, πρέπει να πάω στο ποτάμι

μαζί με τις παρακόρες να πλύνω τα ρούχα μου.

 

Αλκίνοος: Εντάξει Ναυσικά πήγαινε και να προσέχεις.
Αφηγητής: Όταν φτάσανε στο ποτάμι, βάλανε τα ρούχα στο νερό να μουσκέψουν, τα τρίψανε και τα άπλωσαν στα βότσαλα.
Παρακόρη: Έλα να παίξουμε με το τόπι μας, μέχρι που να στεγνώσουν τα ρούχα μας.
Ναυσικά: Πάρε το τόπι. Πολύ μου αρέσει αυτό το παιχνίδι.χα-χα-χα
Παρακόρη: Πιάσε βασίλισσα! χα-χα-χα. Μα ποιος είναι αυτός? Τι θέλεις ξένε? Πρόσεχε κυρα μου!
Οδυσσέας: Λυπήσου με, κυρά. Χτες με πέταξε η θάλασσα στο νησί σου. Δώσε μου κάτι να φορέσω που κρυώνω και πες μου σε ποιο νησί είμαστε;
Ναυσικά:

Είσαι στο νησί των Φαιάκων, σε αυτή τη χώρα, ξένε, δε θα σου λείψει τίποτε. Βοηθάμε τους ανθρώπους που φτάνουνε στα μέρη μας. Πρέπει όμως να πάμε στο παλάτι του πατέρα μου.

Αφηγητής:

Έτσι η Ναυσικά οδήγησε τον Οδυσσέα στον Αλκίνοο και στο παλάτι, που έλαμπε σαν ήλιος, φτιαγμένο από χαλκό και χρυσάφι!

Ναυσικά:

Πατέρα κάτω στο ποτάμι βρήκαμε αυτόν τον ξένο, ριγμένο στην ακτή, ταλαιπωρημένο από την θάλασσα.

Αλκίνοος: Στους Έλληνες η φιλοξενία είναι ιερή, ξένε, και όποιος ήρθε στους Φαίακες είχε πάντα προστασία. Περιποιηθείτε τον ξένο μας και δώστε του ότι ζητήσει!
Αφηγητής: Έτσι οι Φαίακες έδωσαν στον Οδυσσέα καράβι με πενήντα δυο παλικάρια και τον οδήγησαν στην πατρίδα του την Ιθάκη.

Προσαρμογή διαλόγων

Τσιάρα Ευθυμία, Μουχτούρη Μαρία

Βιβλιογραφία

Σύγχρονο Νηπιαγωγείο

Η Οδύσσεια της Σοφίας Ζαραμπούκα